Θόδωρου Αδαμόπουλου: Η λανθάνουσα φιλμική μνήμη
Η Ταινιοθήκη της Ελλάδος αποτελεί την εξέλιξη της δραστηριότητας της Κινηματογραφικής Λέσχης Αθηνών, που ιδρύθηκε το 1950 από την Ένωση Κριτικών Κινηματογράφου Αθηνών. Η Κινηματογραφική Λέσχη αποσκοπούσε στη διάδοση και στήριξη της τέχνης του κινηματογράφου στο ευρύτερο κοινό μέσω της διοργάνωσης προβολών. Ωστόσο η ανάγκη της συγκέντρωσης και της διάσωσης του κινηματογραφικού υλικού στη χώρα μας κατέστησε αναγκαία την ίδρυση ενός φορέα αντίστοιχου με τα Κινηματογραφικά Αρχεία, που ήδη υπήρχαν σε άλλα κράτη. Αυτό συνέβη το 1963, όταν με το Διάταγμα 105/1963 συστήθηκε Ίδρυμα με την επωνυμία «Αρχεία Ταινιών Ελλάδος-Ταινιοθήκη της Ελλάδος», που απέβλεπε στη συλλογή και την αξιοποίηση κάθε είδους κινηματογραφικού υλικού(1).
Ένα τέτοιο κινηματογραφικό αρχείο, μια Εθνική Ταινιοθήκη, για να πει ότι σέβεται τον εαυτό της οφείλει να συγκεντρώνει κάθε μορφή οπτικοακουστικής καταγραφής. Γιατί αυτή η καταγραφή δεν προσφέρεται μόνο για αισθητική χρήση, αλλά αποτελεί ταυτόχρονα μια πηγή γνώσης, ιστορίας, πληροφορίας. Ως εκ τούτου θα πρέπει εκτός των υπολοίπων ταινιών (φιξιόν, ντοκιμαντέρ κλπ) να ενδιαφέρεται και για τον ερασιτεχνικό κινηματογράφο, τον πιο «καθαρό» κινηματογράφο ως προς τον άποψη της κατευθείαν πρόσβασης σε ένα γεγονός. Και τούτο, γιατί ο ερασιτέχνης κινηματογραφιστής, χωρίς παρεμβάσεις, με εξαίρεση κάποια γωνία την οποία και θα διαλέξει συνήθως συμπτωματικά, καταγράφει αυτούσιο το γεγονός όπως συμβαίνει.
Κατά συνέπεια, ανάμεσα στον τεράστιο αριθμό ταινιών και στην ποικιλία των ειδών που διαθέτει η Ταινιοθήκη της Ελλάδος υπάρχουν οπωσδήποτε και ερασιτεχνικές ταινίες. Οι συλλογές οι δικές μας δεν περιέχουν φιλμ των 8mm, αλλά τα υπόλοιπα φορμά, που υπήρχανε από τη γέννηση του κινηματογράφου μέχρι τις μέρες μας, κυρίως 16mm και 35mm, και ορισμένα 9,5mm. Τα τελευταία ωστόσο δεν προβάλλονται γιατί οι αντίστοιχες μηχανές είναι δυσεύρετες, ενώ απουσιάζει στην Ελλάδα και ο κατάλληλος εξοπλισμός που θα επέτρεπε την εργαστηριακή ανατύπωσή τους.
Ένα ερώτημα βέβαια που δεν είναι εύκολο να απαντηθεί είναι το ποιος κινηματογράφος μπορεί να χαρακτηρισθεί ερασιτεχνικός. Να ξεκαθαρίσω από την αρχή ότι δεν πιστεύω στα στεγανά μεταξύ επαγγελματιών και ερασιτεχνών. Σίγουρα ένα στοιχείο που θα έπρεπε να υπολογίσουμε είναι το φορμά του φιλμ με το δεδομένο ότι εκείνοι που δουλέψανε το οχτάρι (8mm) δύσκολα ξεπεράσανε τη διαχωριστική γραμμή. Δε γίνανε επαγγελματίες .
Ένα άλλο κριτήριο θα μπορούσε να αποτελεί το θέμα και υπ΄αυτή την έννοια ερασιτεχνικός να θεωρηθεί αποκλειστικά ο οικογενειακός κινηματογράφος, αυτός που με δημιουργό το μέλος μιας οικογένειας καταγράφει τα διάφορα στιγμιότυπα της κοινής ιδιωτικής ζωής. Όμως από τη στιγμή που ο ερασιτέχνης αρχίζει να συνθέτει, να παρεμβαίνει σκηνοθετικά, κυρίως μέσω του μοντάζ, τα όρια γίνονται δυσδιάκριτα.
Επίσης μερικές φορές συμβαίνει και το αντίστροφο:ένας επαγγελματίας, λειτουργεί αιφνιδίως ως ερασιτέχνης. Ενδεικτική εδώ είναι η «συλλογή του Παπαδούκα». Ο Παπαδούκας ήταν ένας επαγγελματίας κινηματογραφιστής. Έξω όμως από το επάγγελμα, ιδιαίτερα την εποχή της Κατοχής, βγαίνοντας στο βουνό ήταν ο μόνος που είχε κινηματογραφήσει- με μια ερασιτεχνική περισσότερο ματιά (2) παρά επαγγελματική-όλο τον αντιστασιακό χώρο. Τα πλάνα στα οποία βλέπουμε σήμερα τον Άρη τον Βελουχιώτη είναι τα πλάνα που τραβούσε ο Παπαδούκας. Βέβαια αυτά μπορούν να υπαχθούν και στον επαγγελματικό, γιατί ήταν επαγγελματίας, και στον ερασιτεχνικό κινηματογράφο. Ωστόσο η μη σκηνοθετημένη καταγραφή μιας ομάδας ιππέων στον κάμπο της Θεσσαλίας, παραδείγματος χάριν, είναι μια ερασιτεχνική στην ουσία καταγραφή, ασχέτως αν παρουσιάζει πρόσωπα τα οποία έπαιξαν ρόλο στην ελληνική ιστορία.
Τέλος, κάτι που βρίσκεται στο μεταίχμιο ανάμεσα στα δύο είδη είναι η κινηματογράφηση διαφόρων γεγονότων – οικογενειακών στιγμών από επαγγελματίες κινηματογραφιστές, που παρατηρείται, στον ελλαδικό χώρο, ήδη από τις αρχές του αιώνα. Ο Ζόζεφ Χεπ, πιο συγκεκριμένα, κινηματογραφούσε τους πρίγκιπες σε διάφορες εκδρομές: οι πρίγκιπες στον κήπο, οι πρίγκιπες στο Φάληρο. Αυτό το υλικό σώζεται και είναι αναμφισβήτητα ένας ερασιτεχνικός κινηματογράφος όσον αφορά στη θεματολογία του, που έχει φτιαχτεί όμως από επαγγελματία.
Δεν υπάρχουν λοιπόν στεγανά, όρια μέσα στα οποία θα τοποθετήσει κανείς τις ταινίες για να κινηθεί με ασφάλεια. Το κάθε πλάνο εντάσσεται συχνά σε διαφορετικές κατηγορίες. Ωστόσο γενικά θα μπορούσαμε να πούμε, χωρίς να απέχουμε πολύ από την αλήθεια, πως ερασιτεχνικός κινηματογράφος είναι ο κινηματογράφος που καταγράφει απλώς ένα γεγονός χωρίς αισθητική παρέμβαση. Χωρίς να του δίνει τους όρους της σύνθεσης ενός έργου τέχνης, που είναι οι ρυθμοί που απορρέουν από το μοντάζ. Το να αντιπαραθέσει κανείς διηγηματικά μια ιστορία, πώς γίνονται τα βαφτίσια από την αρχή που μπαίνει το μωρό μέχρι που βγαίνει από την Ωραία Πύλη, δε είναι μια διήγηση συνθετική. Από τη στιγμή όμως που αρχίζει η επιλογή των συγκεκριμένων πλάνων ή της συγκεκριμένης μούτας του παιδιού ή απομονώνεται μια λεπτομέρεια μέσα στο όλο γίγνεσθαι, δηλαδή από τη στιγμή που παρεμβαίνει κριτικά το μάτι του δημιουργού, τότε φεύγουμε από τον ερασιτεχνικό κινηματογράφο και διολισθαίνουμε στον επαγγελματικό-αν και θα προτιμούσα τον όρο «συνθετικό κινηματογράφο». Έτσι ξεχωρίζει η απλή, αγνή ματιά από το βλέμμα του ανθρώπου που θέλει να οδηγήσει προς κάποια κατεύθυνση τα πράγματα.
Με γνώμονα τις παραπάνω διακρίσεις «η έξοδος απ΄ το εργοστάσιο» του Λιμιέρ θα μπορούσε να θεωρηθεί διεθνώς η πρώτη ερασιτεχνική ταινία. Στην Ελλάδα οι αδελφοί Μανάκια, όταν γυρίσανε τη γιαγιά τους που ύφαινε στο βουνό, ενώ ήτανε επαγγελματίες φωτογράφοι, ξεχάσανε τον επαγγελματισμό τους και τραβήξανε την οικογένεια, το χωριό τους και το πανηγύρι του. Από τους Μανάκια φυσικά δεν είναι όλα τα φιλμ ερασιτεχνικά. Το καθαυτό ερασιτεχνικό κομμάτι πάντως είναι «οι υφάντρες και το πανηγύρι». Έχουμε βέβαια και πριν από αυτούς ορισμένους κινηματογραφιστές Έλληνες στην Κωνσταντινούπολη, αλλά δεν έχει διασωθεί κανένα δείγμα από τη δουλειά τους. Αυτό μας παραδίδει μέχρι σήμερα η ιστορία, χωρίς να αποκλείεται αύριο να βρεθεί κάτι άλλο, πριν από το 1907 οπότε και παρουσιάζονται ως κινηματογραφιστές οι Μανάκια (3) .
Από τις συλλογές της Ταινιοθήκης που περιλαμβάνουν αποκλειστικά ή μη ερασιτεχνικά φιλμ η πιο “επώνυμη”, και πιθανόν από τις πλέον αξιόλογες, είναι η «συλλογή του Μιχάλη Δόριζα», που έφτασε έως εδώ ύστερα από συνθήκες μυθιστορηματικές. Ο Δόριζας ήταν ένας Έλληνας της διασποράς. Είχε γεννηθεί στην Κωνσταντινούπολη, γιος ενός υπαλλήλου του εκεί ελληνικού προξενείου, αλλά ορφάνεψε νωρίς. Παράλληλα ήταν ένας αθλητικός τύπος, και μάλιστα αναδείχθηκε ολυμπιονίκης λαμβάνοντας μέρος στους μεσοολυμπιακούς αγώνες του 1906, καθώς και τους Ολυμπιακούς του 1908 στο Λονδίνο και του 1912 στη Στοκχόλμη. Ακολούθως σπούδασε στη Φιλαδέλφεια των ΗΠΑ Οικονομική και Πολιτική Γεωγραφία, και μετά το πέρας των σπουδών του έγινε καθηγητής στην ίδια έδρα.
Ο Μιχάλης Δόριζας ήταν από τους πρώτους ανθρώπους που στη δεκαετία του 1920 χρησιμοποίησε ως εποπτικό μέσο διδασκαλίας τα slides. Για τον ίδιο σκοπό, ως υποβοηθητικό στοιχείο της διδασκαλίας του, συγκέντρωνε, από το 1920 μέχρι το 1957 οπότε και πέθανε, ένα κινηματογραφικό υλικό που κυκλοφορούσε τότε και στην Αμερική και στη Γαλλία αλλά και κινηματογραφούσε και ο ίδιος, Συνεπώς η «συλλογή Δόριζα» απαρτίζεται από πολλές ομάδες φιλμ: επαγγελματικά, ντοκιμαντέρ, επιστημονικές ταινίες που έχουν κάνει οργανωμένα γραφεία, ιδιαίτερα αμερικάνικα, και υλικό το οποίο έχει γυρίσει ο ίδιος ο Δόριζας, ακριβώς για να καλύψει τις ανάγκες του ως καθηγητή της Οικονομικής και Πολιτικής Γεωγραφίας. Με αυτό τον τρόπο έχουμε μία καταγραφή της ανθρώπινης δραστηριότητας σε όλη την υδρόγειο. Αυτή η δραστηριότητα αφορά σε πολιτιστικές εκδηλώσεις, σε τρόπους εργασίας του ανθρώπου, από το ψάρεμα, την υλοτομία, τη γεωργία, την κτηνοτροφία, τη βιομηχανία, τη συγκοινωνία μέχρι και τα φυσικά φαινόμενα που παρατηρούνται σε διάφορα μήκη και πλάτη της γης.
Μια άλλη ενδιαφέρουσα περίπτωση ερασιτέχνη κινηματογραφιστή ο οποίος εξελίχθηκε σε ημιεπαγγελματία στο τέλος, ήταν ο Γαβριήλ Λόγγος. Ο Γαβριήλ Λόγγος, ήταν γιος της «Μαντάμ» Μαρί και ήταν αρκετά εύπορος. Στη δεκαετία του ΄20, αφού αγόρασε πρώτα μια πανάκριβη μηχανή 35mm και πρόσφερε μάλιστα και μια υψηλή αμοιβή στον Ζόζεφ Χεπ για να του μάθει την τέχνη, τις Κυριακές που δε δουλεύανε τα κορίτσια τα έπαιρνε για να κάνουνε βόλτες και τα κινηματογραφούσε. Και έχουμε παρά πολλά ενδιαφέροντα πλάνα, που δε δείχνουν μόνο τη διαδικασία της εκδρομής και τις σχέσεις των ανθρώπων, αλλά περιοχές της Αττικής τότε, οι οποίες σήμερα έχουν αλλοιωθεί από τη δόμηση. Και έτσι έχουμε την ευχέρεια να διαθέτουμε μέσω των ερασιτεχνικών ταινιών του μια οπτική πρόσβαση στο αναλλοίωτο Αττικό περιβάλλον.
Τέλος, μια πολύ αξιόλογη συλλογή είναι η «συλλογή Βαρβία», ενός από τους ανθρώπους που ίδρυσαν τα πρώτα ταξιδιωτικά γραφεία στην Ελλάδα. Στον Βαρβία άρεσε ο κινηματογράφος, και σε όσα ταξίδια οργάνωνε με το γραφείο του κινηματογραφούσε και τα αξιοθέατα, από τη δεκαετία του ΄50 μέχρι και το ΄80 περίπου. Και σε αυτή τη συλλογή υπάρχει ένα τεράστιο υλικό το οποίο είναι άκρως ενδιαφέρον. Περιλαμβάνει πάρα πολλά πράγματα. Έχει εικόνες από την Κύπρο, έχει πλάνα από την Κίνα του Μάο, έχει σκηνές από τη Ρωσία, από τη Λατινική Αμερική, από τον Καναδά, την Ασία και την Αφρική. Έχει κινηματογραφήσει πάρα πολλά μέρη, στα οποία πήγαιναν τότε τα ταξιδιωτικά γκρουπ. Έχει καταγράψει σχεδόν το μεγαλύτερο τμήμα του κόσμου.
Από τις ταινίες των 16mm και 35mm στις οποίες αναφέρομαι, οι παλιές οι οποίες ήταν σε εύφλεκτο φιλμ, έχουν μεταφερθεί σε φιλμ ασφαλείας, άλλες έχουν γίνει τελεσινέ, έχουν επεξεργαστεί και συντηρηθεί (4) . Υπάρχει πλέον ένα τεράστιο υλικό το οποίο είναι προσβάσιμο σε μελετητές ή εντάσσεται σε διάφορες παραγωγές. Και βρίσκεται ακόμη ένας τεράστιος αριθμός ταινιών στις αποθήκες μας.
Αν το παρελθόν που υπάρχει σε οποιαδήποτε μορφή τέχνης, δεν είναι προσβάσιμο ώστε να χρησιμοποιηθεί ως εφαλτήριο για κάτι καινούριο είναι άχρηστο. Το ίδιο ισχύει και για την εικόνα. Ας θυμηθούμε κάτι: λέμε πως μια εικόνα είναι σε λανθάνουσα μορφή, όταν έχει μεν αποτυπωθεί αλλά για να τη δούμε πρέπει πρώτα να εμφανίσουμε το φιλμ. Κατά ανάλογο τρόπο σε κάθε ταινία, ερήμην του δημιουργού, υπάρχει έστω μία πληροφορία που πέρασε έτσι, φευγαλέα, στο βάθος ενός πλάνου και χρειάζεται ο ειδικός μελετητής για να την εντοπίσει και να την φέρει την επιφάνεια.
Γι΄αυτό ακριβώς συνηθίζω να χρησιμοποιώ, ριψοκινδυνευμένα ίσως, τη φράση ότι ο κινηματογράφος είναι μία τέχνη που εμπεριέχει «σε λανθάνουσα μορφή φιλμική μνήμη». Και η μνήμη είναι όλες εκείνες οι πληροφορίες που έχουν, έμμεσα ή άμεσα, καταγραφεί πάνω στο σελιλόϊντ. Εδώ καλείται να παρέμβει, όχι το χημικό μέσο, αλλά το ανθρώπινο μυαλό, να τις αντλήσει, να τις «εμφανίσει», να τις αξιοποιήσει. Δεν υπάρχει ωστόσο συνέχεια, αν δεν υπάρξει μνήμη, αν η εικόνα παραμείνει «λανθάνουσα».
ΣΗΜΕΙΩΣΕΙΣ
1. Με τον όρο «κινηματογραφικό υλικό» δεν αναφερόμαστε μόνο σε ταινίες αλλά σε οτιδήποτε αφορά στον κινηματογράφο. Η Ταινιοθήκη αυτή τη στιγμή έχει στο αρχείο της 2000 κόπιες ξένων ταινιών μεγάλου μήκους, 450 κόπιες ελληνικών ταινιών μεγάλου μήκους, 1000 ελληνικά και ξένα ντοκιμαντέρ, 130 ελληνικές και ξένες ταινίες μικρού μήκους και 1.000.000 μέτρα φιλμ με σπάνιο αρχειακό υλικό. Επίσης διαθέτει 35.000 αυθεντικές φωτογραφίες από τον ελληνικό κινηματογράφο, 1.800 αφίσες ελληνικών ταινιών, , 800 αφίσες ξένων ταινιών, ελληνικά και ξένα σπάνια σενάρια και κινηματογραφικά περιοδικά, βιβλία, προγράμματα κινηματογράφου, βιντεοκασέτες κ.α.
2. Με αφορμή την περίπτωση του επαγγελματία Παπαδούκα ας διευκρινιστεί εδώ ότι σε καμία περίπτωση ο όρος «ερασιτέχνης» δε χρησιμοποιείται με υποτιμητική-μειωτική σημασία. Αντίθετα, πιστεύω πως το να αγαπάει κανείς, να είναι ερωτευμένος με μια τέχνη χωρίς να προσδοκά κάποιο όφελος είναι σπουδαίο και συχνά πιο σημαντικό από τον επαγγελματισμό, όσον αφορά στα αποτελέσματά του.
3. Εργάζονταν φυσικά μαζί από το 1898 ως επαγγελματίες φωτογράφοι.. Η πρώτη τους κινηματογραφική απόπειρα ήταν ακριβώς «οι υφάντρες» το 1907.
4. Το εργαστήριο συντήρησης, αποκατάστασης και φύλαξης ταινιών είναι μοναδικό στην Ελλάδα και λειτουργεί από το 1990. Παράλληλα, εκτός κατοικήσιμης ζώνης, λειτουργεί ένας ειδικός αποθηκευτικός χώρος για τη φύλαξη των εύφλεκτων υλικών (film nitrate).
Ο Θόδωρος Αδαμόπουλος είναι Διευθυντής της Ταινιοθήκης της Ελλάδας. Το κείμενο προήλθε από συνέντευξη που παραχώρησε στον Νίκο Μητρογιαννόπουλο το 2003.